Ἀδραστείας

Ἀδραστείας
Ἀδραστείᾱς , Ἀδράστεια
fem acc pl
Ἀδραστείᾱς , Ἀδράστεια
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελισσαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και ως Μελισσεύς. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Κρήτης και πατέρας της Αμάλθειας και της Μέλισσας. Οι κόρες του ανέθρεψαν με γάλα και μέλι το νεογέννητο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, τον Δία, γι’ αυτό… …   Dictionary of Greek

  • πάριον — Αρχαία ελληνική πόλη της Μικράς Ασίας στη Μυσία, που ιδρύθηκε από Μιλήσιους, Eρυθραίους και Πάριους αποίκους (Στράβων, ΙΓ’ 588). Τον 5o αι. π.Χ. αποτελούσε μέλος της δηλιακής συμμαχίας. Αργότερα (302 π.Χ.) συμμάχησε με τον Λυσίμαχο, τον βασιλιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”